Πανίσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of Πάν, Cic.ND3.17.43.

Greek (Liddell-Scott)

Πᾱνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ Πάν, Κλήμ. Ἀλ. 53, πρβλ. Κικ. Ν. Δ. 3. 17.