Περσηϊάδης

English (LSJ)

Epic for Περσείδης.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. αο (ὁ) :
ion. c. Περσείδης.

Russian (Dvoretsky)

Περσηϊάδης: αο (ᾰδ) ὁ Hom. = Περσείδης.