Περσονόμος

Middle Liddell

Περσο-νόμος, ον, νέμω, ruling Persians, Aesch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commande aux Perses.
Étymologie: Πέρσαι, νέμω.

Greek Monotonic

Περσονόμος: -ον (νέμω), αυτός που κυβερνά τους Πέρσες, σε Αισχύλ.