Πετθαλοί
Greek (Liddell-Scott)
Πετθαλοί: οῦν, οἱ, (= Θεσσαλοί, ῶν), Ἐπιγρ. Λαρίσης τοῦ ἔτους 214 πρὸ Χρ., Mitth. d. d. arch. Inst. VII, σ. 64. 65. Κατ’ ἐξαίρεσιν ἀνέγραψα ἐδῶ τὸ ἐθνικὸν τοῦτο ὄνομα ἐξ ἐπιγραφῆς, ἥτις καὶ ἄλλους πολλοὺς πρωτακούστους διαλεκτικοὺς τύπους περιέχει, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.