ή, όν :de Piérie.Étymologie: Πιερία.
Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.
Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.
Πιερικός, ή, όνof Pieria, Hdt.