Ποσειδωνιάτης

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de Pæstum, en Lucanie.
Étymologie: Ποσειδώνια.

Russian (Dvoretsky)

Ποσειδωνιάτης: ион. Ποσειδωνιήτης, ου ὁ уроженец или житель города Ποσειδοωνία Her., Diod.