Πυληγόρος

Greek (Liddell-Scott)

Πῠληγόρος: ὁ, Ἰωνικ. ἀντὶ Πυλαγόρος

Greek Monotonic

Πῠληγόρος: ὁ, Ιων. αντί Πυλαγόρας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Πῠληγόρος, ὁ, [ionic for Πυλαγόρας, Hdt.]