Πυλᾶτις

English (LSJ)

ιδος, poet. fem. of Πυλαῖος 2, ἀγοραί S.Tr.639 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
c. Πύλαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυλᾶτις -ιδος [Πυλαῖος] van Thermopylae.

German (Pape)

ιδος, ἡ, poet. fem. zu πύλαιος; πυλάτιδες ἀγοραί Soph. Tr. 636; Hesych. ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγομένην Πυλαίαν.