ο, θηλ. Ροδίτισσα, ΝΡόδιος, αυτός που είναι κάτοικος της Ρόδου ή που κατάγεται από τη Ρόδο, Ρόδιος («αρχόντισσα Ροδίτισσα πώς μπήκες...», Μαβίλ.).