Σαμοθρᾴξ

French (Bailly abrégé)

ᾷκος;
adj. m.
de Samothrace.
Étymologie: Σάμος, Θρᾴξ.

Russian (Dvoretsky)

Σᾰμοθρᾴξ: ᾷκος или Σᾰμόθρᾳξ, ακος adj. m Plut. = Σαμοθρᾴκιος.