Σερίφιος
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de Sériphos : βάτραχος ÉL grenouille de Sériphos en parl. d'un muet, parce que ces grenouilles étaient muettes {rem. de Chæréphon : pê confusion de Bailly, car βάτραχος désigne aussi la baudroie, muette comme tous les poissons} ; ὁ Σερίφιος habitant de Sériphos.
Étymologie: Σέριφος.
Greek Monolingual
-α, -ο / Σερίφιος, -ία, -ον, ΝΑ Σέριφος
ο κάτοικος της νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῖος», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
Σερίφιος: (ρῑ) ὁ уроженец или житель о-ва Σέριφος Her., Arph., Plat.