Σκυθιστὶ

Greek (Liddell-Scott)

Σκῠθιστὶ: [τῐ], Ἐπίρρ. (Σκυθίζω) κατὰ τὸν Σκυθικὸν τρόπον, Σοφ. Ἀποσπ. 420.2) ἐν τῇ Σκυθικῇ γλώσσῃ, Ἡρόδ. 4. 27, 59.