Στειριεύς
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Στειριά.
Russian (Dvoretsky)
Στειριεύς: έως ὁ стириец, уроженец или житель дема Стирия Xen., Aeschin., Lys.
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Στειριά.
Στειριεύς: έως ὁ стириец, уроженец или житель дема Стирия Xen., Aeschin., Lys.