Συρίη

English (LSJ)

ἡ, v. Σῦρος, Σύρος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. Συρία.

English (Autenrieth)

a mythical island, far in the West, bevond Ortygia, Od. 15.403†.

Russian (Dvoretsky)

Συρίη: ἡ ион. = Συρία I и II.