Τίγρης

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
c. Τίγρις.

Russian (Dvoretsky)

Τίγρης: ητος ὁ Тигр (река в Месопотамии) Her., Xen.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ως κύριο όν. ο Τίγρης, -ητος
ποταμός της Μεσοποταμίας
νεοελλ.
βλ. τίγρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τίγρη].