Τενέδιος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Ténédos.
Étymologie: Τένεδος.

Greek (Liddell-Scott)

Τενέδιος: ξυνήγορος· «ὁ ἀπότομος καὶ σκληρὸς» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

Τενέδιος: IIтенедосец Her.
тенедосский Thuc.