Τραχίνιος

English (LSJ)

v. sub Τραχίς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Trachis en Thessalie ; αἱ Τραχίνιαι « les Trachiniennes », titre d'une tragédie de Sophocle.
Étymologie: Τραχίς.

Russian (Dvoretsky)

Τρᾱχίνιος:
I ион. Τρηχίνιος 3 (ῑν) трахинский (δεράς Soph.).
II ион. Τρηχίνιος ὁ уроженец или житель Трахина Her., Thuc.