Τρωγλοδύτις

French (Bailly abrégé)

ιδος
acc. ιν;
c. Τρωγλοδυτικός.

Russian (Dvoretsky)

Τρωγλοδύτις: ῐδος (ῠ) ἡ Plut. = Τρωγλοδυτική.