Τυνδαρίς

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. Τυνδαρίδης.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδᾰρίς: ίδος (ῐδ) adj. f тиндареева (ἡ παῖς Eur.).
ίδος ἡ Тиндарида, дочь Тиндарея Eur.