Φερρεφάττιον

English (LSJ)

(-εῖον AB 314), τό, sanctuary of Persephone, D. 54.8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sanctuaire de Perséphone.
Étymologie: Φερρέφαττα.

Russian (Dvoretsky)

Φερρεφάττιον: τό святилище Персефоны Dem.

Greek (Liddell-Scott)

Φερρεφάττιον: (-εῖον ἐν Α. Β. 314), τό, ναὸς ἢ ἱερὸν τῆς Περσεφόνης, Δημ. 1259. 5· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 369.

Greek Monotonic

Φερρεφάττιον: τό, ναός της Περσεφόνης, σε Δημ.

Middle Liddell

Φερρεφάττιον, ου, τό,
a temple of Persephonée, Dem.