Φωκαΐς

English (LSJ)

-ΐδος, fem. of Φωκαεύς, Φωκαιεύς, Ael. VH 12.1, St.Byz. s.v. Φώκαια· φωκαΐδες ἕκται χρυσίου, of coins, IG1². 310.105, cf. 22.1382.18; Φωκαΐς alone, IG 11(2).161 A 4, al. (Delos, iii BC)

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
Phocéenne.
Étymologie: Φώκαια.

Russian (Dvoretsky)

Φωκᾱΐς: ΐδος ἡ фокеянка Xen., Plut.