Χρυσίππειος
Greek (Liddell-Scott)
Χρῡσίππειος: -ον, ὁ τοῦ Χρυσίππου, εἰς τὸν Χρ. ἀνήκων, διαλεκτικὴ Διογέν. Λαέρτ. 7. 180· τὰ Χρυσίππεια, τὰ συγγράμματα αὐτοῦ, Ἀρριαν. Ἐπίκτητ. 2. 16, 34.
Russian (Dvoretsky)
Χρῡσίππειος: II ὁ ученик или последователь Хрисиппа Luc.
хрисиппов Diog. L.