άγυιος

Greek Monolingual

ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γυῖον (= μέλος)].