ἄθορος, -ον (Α)(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θορεῖν, απαρ. β' αορ. του ρ. θρώσκω (= πηδώ].