Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άκλαστος
Greek Monolingual
(I) -η, -ο κλάνω 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής. (II) -η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.