άκρα

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἄκρα)
(θηλυκό του επιθέτου άκρος ως ουσιαστικό)
βλ. άκρη.
(II)
τα (Α ἄκρα)
πληθυντικός του άκρο(ν).
(III)
επίρρ. άκρος
λίγο, ελαφρά.