άσηπτος

Greek Monolingual

-ον (AM ἄσηπτος, -ον) σήπω
αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «κέδρος άσηπτος»)
αρχ.
(για τροφές) εκείνος που δεν χωνεύεται.