-ον (AM ἄσηπτος, -ον) σήπωαυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «κέδρος άσηπτος»)αρχ.(για τροφές) εκείνος που δεν χωνεύεται.