Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άσκιαχτος
Greek Monolingual
και άσκιαστος, -η, -ο (AM ἀσκίαστος, -ον) αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά νεοελλ. εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος μσν. όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά.