άφλεκτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφλεκτος, -ον)
αυτός που δεν φλέγεται
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί
αρχ.
ο αμαγείρευτος.