άφοβος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφοβος, -ον)
αυτός που δεν φοβάται
νεοελλ.
επίρρ. άφοβα
χωρίς φόβο, με θάρρος
(αρχ.μσν.)
1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον
η τόλμη
μσν.
όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος.