άψαυστος

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.