ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω1. ανέγγιχτος, άθικτος2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερόςαρχ.όποιος δεν αγγίζει κάτι.