το (AM ἔδικτον)διάταγμα, διαταγή («τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Ἕλληνες μὲν διατάγματα, Ρωμαῖοι δὲ ἔδικτα προσαγορεύουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. edictum].