έντρομος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντρομος, -ον)
ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος
αρχ.
αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση.
επίρρ...
ἐντρόμως
με τρόμο, τρομαγμένα.