αβάτευτος

Greek Monolingual

-η, -ο βατεύω
1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος
2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση
3. υγιής, αβλαβής.