αβδελλόχορτο

Greek Monolingual

το
χόρτο τών λιβαδιών, στο οποίο αναπτύσσονται οι πλατυέλμινθες μικρό και μεγάλο δίστομο, που προκαλούν στα αιγοπρόβατα τις διστομιάσεις.