αγαθόφρων
Greek Monolingual
ἀγαθόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + φρήν.
ἀγαθόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + φρήν.