αγκυλόγλωσσος

Greek Monolingual

ἀγκυλόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που πάσχει από αγκυλογλωσσία, ο βραδύγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + γλῶσσα.