αγλαόμορφος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγλαόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή
2. ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + μορφή.