αγορανομία

Greek Monolingual

η (Α ἀγορανομία) ἀγορανόμος
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που ασκεί έλεγχο στις τιμές και τα είδη της αγοράς
2. το σύνολο τών διατάξεων που διέπουν τις αγοραπωλησίες
αρχ.
το αξίωμα του αγορανόμου.