αγχίπορος

Greek Monolingual

ἀγχίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει από κοντά
2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + πόρος.