αδροσύντυχος

Greek Monolingual

-η, -ο
(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδροσυντυχαίνω.
ΠΑΡ. αδροσυντυχιά].