αεξίκερως

Greek Monolingual

ἀεξίκερως (-ω), -ων (Α)
(για τον κριό) μεγαλοκέρατος
αρχ. σημ. της λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + -κέρως < κέρας.