ἀεξίκερως (-ω), -ων (Α)(για τον κριό) μεγαλοκέρατοςαρχ. σημ. της λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων».[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + -κέρως < κέρας.