αθανής

English (LSJ)

αθανές, undying, immortal, ψυχή Max.Tyr.16.2.

Spanish (DGE)

-ές
inmortal ψυχή Max.Tyr.10.2, ἀθανῆ καὶ θνητόν Rom.Mel.28.λγʹ.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθᾰνής: -ές, = ὁ μὴ ἀποθνήσκων, ψυχή, Μάξ. Τύρ. 28. 2.

Greek Monolingual

ἀθανής, -ές (Μ)
ο αθάνατος
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -θανής < θ. θαν- του ἔθανον < θνήσκω.