αθεμιτόγαμος
Greek Monolingual
ἀθεμιτόγαμος, -ον (Μ)
αυτός που συνήψε αθέμιτο, παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθέμιτος + γαμῶ.
ΠΑΡ. ἀθεμιτογαμία, ἀθεμιτογαμῶ].
ἀθεμιτόγαμος, -ον (Μ)
αυτός που συνήψε αθέμιτο, παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθέμιτος + γαμῶ.
ΠΑΡ. ἀθεμιτογαμία, ἀθεμιτογαμῶ].