αιδοίος

Greek Monolingual

αἰδοῖος, -α, -ον (Α)
1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός
2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας
3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος
4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός
5. Αἰδοῖος Ζεύς, ο Δίας ως θεός του ελέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰδόσ-ιος < αἰδώς.
ΠΑΡ. αιδοίο].