αιμορροϊδικός

Greek Monolingual

-ή, -ό αιμορροΐδα</di�> 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες
2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.