αιολόδειρος

Greek Monolingual

αἰολόδειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό («αἰολόδειροι πέρδικες»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»].