αιτιώνυμος
Greek Monolingual
αἰτιώνυμος, -ον (Μ)
αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο σφάλμα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτία + -ώνυμος < ὄνομα.
αἰτιώνυμος, -ον (Μ)
αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο σφάλμα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτία + -ώνυμος < ὄνομα.