Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακουστικότητα
Greek Monolingual
η ακουστικός 1. η ιδιότητα του ακουστικού, αυτού που αναφέρεται στην ακοή 2.(ειδικότ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση σε όλα του τα σημεία του ήχου που παράγεται σε ένα από αυτά.