ἀκρόβολος, -ον (Α)αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)].